Η διατήρηση ενός μέσου ιδεατού δρομικού ρυθμού με βάση τα ατομικά όρια κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης απόστασης, χωρίς συμπτώματα πρόωρης κόπωσης, αποτελεί πρωταρχική προτεραιότητα στα δρομικά αγωνίσματα αντοχής. Υπάρχουν όμως παράμετροι που μαρτυρούν τις επιδόσεις σε 5 και 10χλμ.
Η σχέση ταχύτητας-απόστασης ερευνήθηκε αρχικά από τον Hill και τους συνεργάτες του το 1925. Ιδιαίτερα, όμως, από τη δεκαετία του 70 κι έπειτα μια συστηματική έρευνα γύρω από το αντικείμενο αυτό έχει αναπτυχθεί. Από την περίοδο αυτή έως και τις μέρες μας, οι τρόποι προσέγγισης και τα συμπεράσματα των ερευνητών διαφέρουν σημαντικά (στηριζόμενοι σε υπαίθρια ή εργαστηριακά τεστ, σε προηγούμενες επιδόσεις άλλων αγωνιστικών αποστάσεων ή ακόμη και σε ειδικά σχεδιασμένα νομογράμματα). Για όλους υπάρχει ένα κοινό σημείο αναφοράς το οποίο αναφέρει ότι η δρομική απόσταση, και κατά συνέπεια η μέση ένταση διάνυσης αυτής, επηρεάζει τη σχέση των φυσιολογικών δεικτών και της επίδοσης των δρομέων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι διαφέρει η σχετική ένταση που χρησιμοποιείται για την ολοκλήρωση μιας αγωνιστικής απόστασης ανάλογα με την απόσταση.
Τι γίνεται, όμως, όταν πρόκειται για αποστάσεις που παραδοσιακά ανήκουν στην κατηγορία των αερόβιων αγωνισμάτων (5χλμ. και 10χλμ.) και η διαφορά τους έγκειται κυρίως στη συνολική απόσταση;
Στόχος αυτού του άρθρου είναι να παρουσιάσει, βασισμένο στις τελευταίες επιστημονικές έρευνες, τις φυσιολογικές παραμέτρους που επιδιώκουν να προβλέψουν την επίδοση σε δρομικά αγωνίσματα αντοχής. Αν και η ατομική επίδοση του κάθε αθλητή διαφοροποιεί την σχετική συμμετοχή των ενεργειακών συστημάτων (αερόβιο – αναερόβιο) στη συνολική ενεργειακή δαπάνη. Αποστάσεις όπως τα 5 και 10 χλμ. θεωρούνται κατά φύσιν ως αγωνίσματα αντοχής που στηρίζονται κυρίως στον αερόβιο μεταβολισμό. Έτσι, φυσιολογικά μεγάλος όγκος ερευνών ασχολήθηκε με τη συσχέτιση της επίδοσης με παραμέτρους που χαρακτηρίζουν τον αερόβιο μηχανισμό παραγωγής ενέργειας, όπως είναι:
- η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO2 max)
- η ταχύτητα στη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου vVO2 max
- το αναερόβιο κατώφλι ως δρομική ταχύτητα και
- ως ποσοστό της VO2 max
Η VO2max
Η VO2 max θεωρείται από φυσιολογικής απόψεως, ο κύριος ρυθμιστής της αγωνιστικής απόδοσης σε αγωνίσματα αντοχής, όπως τα 5 και 10χλμ. (Noakes, Myburgh & Schall, 1990).Η ικανότητα πρόβλεψης και η επίδραση της παραμέτρου αυτής στην τελικό χρόνο περιορίζεται μόνο μεταξύ αθλητών διαφορετικής δυναμικότητας, διαφορετικής προδιάθεσης και αγωνίσματος και γενικά η διακριτική του ικανότητα περιορίζεται μεταξύ ανομοιογενών αθλητών.
Τι γίνεται, όμως, όταν πρόκειται για ομοιογενή σύνολο αθλητών ανεξαρτήτου επιπέδου, φύλου και ηλικίας;
Οι έρευνες δείχνουν ότι σε τέτοια περίπτωση η ικανότητα πρόβλεψης της επίδοσης μέσω της VO2 max περιορίζεται κατακόρυφα και τότε άλλες φυσιολογικές παράμετροι ή και συνδυασμός αυτών και της VO2 max μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόβλεψη της επίδοσης σε δρόμους αντοχής όπως τα 5 και τα 10 χλμ. (Arress & Izquierdo, 2006).
Η vVO2max
H vVO2 max που συνδυάζει την ικανότητα χρήσης του οξυγόνου και τη δρομική οικονομία στη μέγιστη τιμή αυτής έχει βρεθεί ότι παρουσιάζει ικανότητα πρόβλεψης από 66% έως και 96% στα 5000μ. (Souza et. al. 2014, Mercier & Leger 1986). Σε κάθε περίπτωση η ομοιογένεια του γκρούπ των αθλητών που εξετάζεται αυξάνει ή περιορίζει την ικανότητα πρόβλεψης. Μεγάλη επίσης συσχέτιση με την επίδοση παρουσίασε η vVO2max με τα 3000μ. (74%) (Grant, 1997). Μεγαλώνοντας, όμως την απόσταση και μετακινώντας τη σχετική ένταση πιο χαμηλά φαίνεται ότι το αναερόβιο κατώφλι αποκτά μεγαλύτερη ισχύ πρόβλεψης καθώς παρουσιάζει μεγαλύτερη συσχέτιση και ικανότητα πρόβλεψης (> 50%) από τις προηγούμενες παραμέτρους στα 10.000μ., όπως αποδεικνύουν σε πρόσφατο άρθρο τους ο Souza και οι συνεργάτες του (2014). Συνδυάζοντας, όμως την ταχύτητα κατωφλιού με την ηλικία και την απόσταση οι Takeshima & Tanaka (1995) αύξησαν την ικανότητα πρόβλεψης της επίδοσης στα 5χλμ. στο 89% και στα 10χλμ. στο 82%.
Τέτοια ποσοστά καθιστούν την εργομετρική αξιολόγηση ένα σημαντικό εργαλείο για αθλητές που στερούνται προπονητικής καθοδήγησης, δεν έχουν μεγάλη εμπειρία σε δρομικά αγωνίσματα αντοχής και φυσικά τους ενδιαφέρει πέρα από την υγεία και η βελτίωση των ατομικών τους επιδόσεων.
Η επιλογή των τριών αυτών παραμέτρων έγινε:
α) για το λόγο ότι αποτελούν πια μια προσβάσιμη και εφικτή αξιολόγηση για πολύ κόσμο, καθώς είναι παράμετροι που μπορούν σχετικά εύκολα να αξιολογηθούν κάνοντας μια δοκιμασία καρδιαναπνευστικής κόπωσης
και
β) γιατί πρόκειται για πολύ ευαίσθητες παραμέτρους που εκτός από το να προσδιορίσουν με μεγάλη επιτυχία την απόδοση σε μια δρομική απόσταση, μπορούν να κατευθύνουν και το προπονητικό πρόγραμμα σε ό,τι αφορά τη σχετική ένταση των προπονήσεων.
Δημοσίευση από το Runner Magazine (100)
Βιβλιογραφία
- Performance prediction of endurance runners through laboratory and track tests
- Examining the utility of VO2 peak values to predict performance in elite runners
- The relationship between 3 km running performance and selected physiological variables
- Prediction of endurance running performance for middle-aged and older runners
- Peak treadmill running velocity during the VO2 max test predicts running performance
- Performance prediction of runners based on maximal aerobic capacity: the effect of age, sex and specialty
- The physiological basis of athletic records
Βαγγέλης Ρουσόπουλος
Εργοφυσιολογος — Phd Sports Excercise and ScienceΜετρά πάνω απο 20 χρόνια στον χώρο της εργοφυσιολογίας και της εργομετρίας.